Showing posts with label ψιλικατζου. Show all posts
Showing posts with label ψιλικατζου. Show all posts

Saturday, September 29, 2007

Ρωμαίος και Ιουλιέτα των Ταμπουρίων, πράξη πρώτη

Προ αμνημονεύτων, η Κωνσταντίνα είχε διατυπώσει μια πρόταση για διασκευές γνωστών αριστουργημάτων από σύγχρονους καλλιτέχνες. Μεταξύ αυτών ήθελε και μια διασκευή του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Επειδή είναι γυναίκα φίνα και ντερμπεντέρισα και τον Κάλτσο σαν τα ζάρια τον μπεγλέρισε, είπα να της κάνω το χατήρι και να κάτσω να πονήσω ένα άνευ προηγουμένου πόνημα προς τέρψην κάθε απογοητευμένου ερωτευμένου πιτσουνακίου σε αυτό το μάταιο κόσμο, και για να δουν οι χωρισμένοι που δε γιορτάζουνε ποτές και ειδικά τα παρασκευόβραδα, ότι υπάρχουν και χειρότερα.
Πάσα ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις μπορεί και να είναι τυχαία και δε φέρω ευθύνη για οτιδήποτε συμβεί, ειδικά αν πτύσσετε καφέ, μπύρα, ή άλλο υγρό στην οθόνη σας, άμα σας αρέσουν οι μπαρτζολέτες μου.
Καλή διασκέδαση ελπίζω.

Ρωμαίος και Ιουλιέτα - διασκευή σε λα ματζόρε εβδόμης, εκλαϊκευμένη και μετηφερμένη περίπου εις τη σύγχρονη εποχή.

Πράξη Πρώτη : Μάνα με γέννησες πατίρη

Σκηνικό : Αθήνα, περί τα 1950. Ταμπούρια. Βρώμα και δυσωδία. Δυστυχία, καημός και «μάνα δε μου κολλάν τα ένσημα». Η κάμερα κάνει ζουμ σε ένα –ο Δίας να το κάνει- σπίτι. Στην αυλή, μια χαροκαμένη μάνα πλένει βρώμικα σώβρακα. Στο μπαγκράου ακούγεται παραπονιάρικο ταξίμι από ξεχαρβαλωμένο μπαγλάμι. Η κυρά Μοντέγενα, χήρα του Αβραάμ Μοντέγου, πάλαι ποτέ μεγαλοσουβλατζή των Ταμπουρίων και νυν μεγαλοπτώματος του νεκροταφείου Κερατσινίου, αγκομαχά πάνω από την ξεχαρβαλωμένη σκάφη και μελετά τη μοίρα της.
Μοντέγενα : Το φελέκι μου και σήμερα. Ο άχρηστος. Ο ακαμάτης, ο αχαϊρευτος. Ο τεντυμπόης! Που 10 πήγε και ακόμα δεν άνοιξε το μάτι του να πάει για κανα μεροκάματο μπας και φάμε καμιά φακή. Που έχουμε κλάσει στους τζοχούς απο τα πεζοδρόμια. Που έχω βελάξει απο το πολύ χόρτο. Αλλά αυτός τη βόλεψή του. Όλο γκόμενες, μηχανές, κλαπς και ξύδια. Αλλά δε φταίει αυτός, ο αληταράς ο πατέρας του φταίει που έτρωγε 25 σουβλάκια στην καθησιά του. Μη Αβραμάκη μου, η χοληστερίνη σου, του λεγα. Τίποτα ο Αβραμ. Ε του πήγε η χοληστερίνη 760, η πίεση 28, το ζάχαρο 32, και μου πήρε τ’ανάσκελα ο Αβραμάκης. Και δεν άφησε και τσεντέσιμο κληρονομιά. Που να αφήσει. Καλό κουμάσι ήταν και του λόου του. Εκλεινε το μαγαζί και έτρεχε στην Τρούμπα να μπαλαμουτιάσει τις κοκότες. Που απορώ πως τα βγαζε πέρα με τέτοια περιφέρεια. Ειχε να δει το τσουτσούνι του 18 χρόνια ο Μάκης. Αλλα δε φτ..μπα μπα μπα.. ξύπνησες τζιγέρι μου, ξύπνησες σταυραϊτέ μου;
Από το αυλιδάκι ξεπροβάλλει λαμπρός νέος. Ένα σαμιαμίδι σκάρτο 1.68, αδύνατο, μισερό, μαυροτσούκαλο, περί τα 20 έτη, με ένα ίχνος μάγκικου μύστακος στο αχείλι και μια στραβοκουρεμένη φαβορίτα. Ο σύγχρονος αυτός Άδωνις, είναι ο κεντρικός μας ήρωας, Ρωμαίος Μονδέγος και μέγας καρδιοκατακτητής Ταμπουριών, Κερατσινίου και Περάματος. Ρ.Μ : Γεια σου Μάνα τσίφτισα και καραμπουζουκλού και νταρντανογυναίκα των Ταμπουρίωνε!
(Ο φούσκος του ρχεται στη μάπα τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνει ούτε βοήθεια να πει.)
Μ : Τον κακό σου το φλάρο μαλακισμένο! Αει σιχτίρια πάαινε δούλεψε μπας και φέρεις κανα φράγκο να φάμε καμιά φακή! Κοπρίτη! Τεμπελόσκυλο!
Ρ.Μ : Μάνα είναι η τυχερή σου μέρα. Μου προσέφεραν μια ιδιαιτέρως επικερδής θέσις στο εργοστάσιο Κατεψυγμένων Κρεάτων και Εδωδίμων Προϊοντων του Ισαάκ Καπουλέτου και θα πάω! Αφού τα χρειαζούμεθα τα μπικικίνια!
(Λυπητερή μουσική, κατά προτίμηση Mahler ή το κλασσικό Adagio του Albinoni)
Το χεσμένο σώβρακο πέφτει από τα χέρια της Μοντέγενας. Το τριχωτό πηγούνι της τρεμοπαίζει και ένα δάκρυ προσπαθεί να κυλήσει από το goose-foot στην άκρη του ματιού της, αλλα η ρυτίδα δεν το αφήνει.
Μ : Στον Καπουλέτο είπες; ΣΤΟΝ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟ!;!;! Σε αυτό τον αλήτη τον παλιοεβραίο τον παλιολωποδύτη, τον τοκογλύφο, που έγινε η αιτία να χάσουμε τον πατέρα σου!!!
Ρ.Μ : Μα τι λε ρε μανα, εγώ νομιζα οτι έφταιγε η Χοληστερίνη και όχι αυτός! Μ : Ναι αλλά αυτός μας είχε δανείσει κάποτε κάτι λεφτά, για να ανοίξουμε το μαγαζί. Και με 800% τόκο που μας έβαλε, καταλήξαμε να του χρωστάμε μεχρι και τα προϊοντα της πέψης μας. Ο πατέρας σου μασαμπούκωνε τα σουβλάκια και έτρωγε τα λεφτά του στις αρτίστες για να μην τα δώσει σε αυτό τον αλήτη. ΜπουχουΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Ρ.Μ : Μάνα σοκάρομαι, μάνα τι λες, ώστε έτσι;
Μ: Ναι παλλικάρι μου, ναι γιοκα μου, έτσι
ΡΜ : Καλά δε γαμείς, τα λεφτά λεφτά είναι. Έχεις να μου δώσεις τρία εξακό το μήνα + ΙΚΑ;
Μ : Οχι
Ρ.Μ : Έχεις να μου δίνεις λεφτά για ποτά, δίσκους του Αττίκ, μπάφο Προυσαλιό και καπότες "Μπεμπέκα" για να μη γκαστρώνω τις γειτόνισσες; (αυτάρεσκο μύρισμα μασχάλης) Μ: Ποιες γειτόνισσες;
Ρ.Μ : Το Μαράκι του φούρναρη που κάθε Κυριακή πάει εκκλησία το έχεις υπόψη; Μ: Αυτή τη σουρλουλού; ε ,τι ;
Ρ.Μ : Ε μετάνοιες κάνει κάθε Κυριακή, αλλά τον κώλο τον πάει πολύ ψηλά!
Μ: Αυτό το τσουλάκι! Μα αυτή είναι αριστερή!
Ρ.Μ: Δεν πειράζει, έτσι και αλλιώς ούτε οι δεξιές το ξυρίζουν ακόμα. 1950 έχουμε! Τεσπα, που λες , γκαφρά έχεις να μου δώσεις; Ή θα πάω στον κυρ Θανάση που είναι και λίγο τορναδόρος, και μου έχει πει οτι θέλει να με κεράσει τσικουλάτα καμια μέρα;
Μ: ΟΧΙ σε αυτόν! Αυτός είναι ντιγκιντάγκας, τοιούτος!!! οχι αγόρι μου δεν έχω λεφτά. Μπουχααααααααααααααααααααααααααααααααααααα
Ρ.Μ : Ε τότε σκάσε, πλένε σώβρακα και εγώ πάω για δουλειά. Σιγά, στο κυλικείο θα μαι, μαζί μάλιστα με το ξαδερφάκι τον Μερκούτσο, δε θα μας πέσουν και τα νεφρά κιόλας.
Μ. : Με σκοτώνει αυτή η ατιμία, αλλά με σώζουν τα λεφτά. Ποιος το χέζει το κούτελο άν δεν έχεις φράγκα σήμερα. Να πας ρε, και οσο για τον πατέρα σου, σκατά στα κόκκαλά του και αυτούνου! Μη συχιστώ και δε του ξαναβάλω βαρβολίνη στο καντήλι του!
Ρ.Μ : Εφυγα μάνα!