Wednesday, October 24, 2012

Λογοτεχνικός Οίστρος

Μετά τα χτεσινά ξεφτιλίκια με τις δωρεές βιβλίων σε βιβλιοθήκες και το οργισμένο ξέσπασμα εκπροσώπου της εγχώριας δι-ανόησης περί τζαμπατζήδων αναγνωστών που δε σέβονται τον πνευματικό κάματο των πνευματικά ακούραστων πλην τίμιων δημιουργών, αποφάσισα και εγώ να ξεκινήσω μια τριλογία πάθους,έρωτα και αγωνίας μπας και βγάλω κανα φράγκο.
Υπάρχουν ήδη στα σκαριά προτάσεις για αγορά των βιβλίων μου από μεγάλα αμερικάνικα στούντιο και σκέφτομαι στο καστινγκ να παίξουν ονόματα όπως ο Μπενίσιο Ντελ Τόρο, η Σάλμα Χάγιεκ και φυσικά η Τζένα.
Το πρώτο ανοσιούργημα της συγκλονιστικής τριλογίας θα έχει τον υπερβατικά σουρρεαλιστικό τίτλο
"Του κώλου τα εννιάμερα κρατήσαν μια βδομάδα". Η ιστορία μας θα συνεχιστεί με το "Μια νύχτα στο Κατάκωλο με έκανες σπεκτάκολο" και το αγωνιώδες τέλος, η κορύφωση, η κάθαρση και η Νέμεσις θα έρθουν με το "Οι καρδιές ματώνουν λίγο πριν τη χαραυγή".

Στην τριλογία αυτή, θα παρακολουθήσουμε την ταραχώδη ζωή της πρωταγωνίστριάς μας -δεν έχω ακόμα όνομα αλλά προσανατολίζομαι σε κάτι σέξι, μυστηριώδες και αισθησιακό όπως Νατάσσα(με 2 σ για να ξεχωρίζει από τις πλέμπες), Αλεξάνδρα-Σεσίλ ή και Shae (nee Θανασούλα)..Οι έρωτες, οι μοναξιές της, η φιλοσοφία, η ζωή που περνάει δίπλα μας σαν ποτάμι και μεις κοιτάμε τις πέστροφες, τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού που μυρίζουν γιασεμί και λεβάντα και φυσικά ο όμορφος ψηλός άγνωστος που θα της αλλάξει την τελματωμένη ύπαρξη σε κάτι φίνο, περιπετειώδες και αγνό, σα μουσελίνα τυλιγμένη γύρω από δαμασκηνό μαχαίρι.
Προφανώς επειδή ακόμα είμαι άγνωστος συγγραφεύς πρέπει να κάνω κάτι για να τσιμπήσει το αναγνωστικό κοινό. Οπότε, πάρτε ένα δείγμα δωρεάν : 


Δεν της άρεσε ο Ιούλιος στην πόλη. Τα βράδια ήταν ζεστά και η υγρασία κόλλαγε στο κορμί και την έπνιγε σαν σχέση χωρίς μέλλον. Προτιμούσε το χειμώνα. Μια ζεστή κούπα αχνιστού καφέ με λίγη βανίλλια, δύο κούτσουρα στο περίτεχνο τζάκι και αναπόληση κοιτώντας τις στάλες της βροχής στο τζάμι με τα γόνατα τραβηγμένα στο στήθος. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και ρουθούνισε αυτάρεσκα. Της άρεσε το κορμί της. Ήταν γυμνασμένη, αδύνατη και το μπούστο της ορθωνόταν αυθάδικα και προκλητικά. Ναι, της άρεσε. Αλλά δεν υπήρχε κανείς να το..λατρέψει. Όχι,όχι, λατρέψει δεν ήταν η κατάλληλη λέξη. Εκμεταλλευτεί! Χμμμ, ναι αλλά με περισσότερο έλεγχο από μέρους της. Όχι, ούτε εκμεταλλευτεί. Δεν ήξερε. Αλλά ήταν σίγουρη ότι θα μάθαινε σύντομα. Η αστρολόγος της της το χε πει ξεκάθαρα. "Αυτό το καλοκαίρι είναι το καλοκαίρι σου. Θα δεις. Οι πλανήτες σου χαμογελούν, όλα θα πάνε όπως τα θες". Την εμπιστευόταν τη Μαρκέλλα. Πάντα βγαίναν οι προβλέψεις τις, ακόμα και αυτές που φαινόντουσαν λάθος.
Ήταν αργά. Την άλλη μέρα είχε μια σημαντική παρουσίαση στην εταιρεία και έπρεπε να κοιμηθεί νωρίς. Αλλά δε μπορούσε. Το μυαλό της ήταν αλλού. Ήθελε να ζήσει λίγο.Από τότε που εξαφανίστηκε ο Άλκης, είχε γίνει εργασιομανής.Και -στο βάθος της ψυχής της το ξερε καλά- καταθλιπτική. Ήταν πολύ επιτυχημένη επαγγελματίας, οι προτάσεις της έπεφταν βροχή, ο μισθός της ήταν εξαιρετικός και όλοι λέγαν ότι έχει μπροστά της μια λαμπρή καριέρα. Και της άρεσε αυτό. Αλλά αν λείπει ο έρωτας...
Αποφάσισε να βγει έξω για ένα ποτό. Έτσι, στα γρήγορα. Να ξεφύγει λίγο από το σπίτι. Έβαλε στα γρήγορα ένα λουλουδάτο μπλουζάκι, ένα στενό τζην, λίγο κραγιόν και έφτιαξε έναν επιμελώς ατημέλητο κότσο. "Κάζουαλ" Σκέφτηκε. "Δε μου πάει, αλλά τουλάχιστον για σήμερα, μια αλλαγη..".
Το "Μοχίτο Λάουντζ" ήταν άδειο. Σχεδόν. Ο Αλέξανδρος ο μπάρμαν βαριόταν. Στην άλλη γωνία της μπάρας καθόταν ένας..τύπος. Τον κοίταξε για λίγο αλλά δε μπορούσε να τον ξεχωρίσει έτσι όπως έπεφταν οι σκιές πάνω του. Φόραγε ένα λινό πουκάμισο, ένα τριμμένο τζην και... μπότες. "Μπότες μέσα στον Ιούλιο; Τι γύφτος". Παρήγγειλε ένα Appletini και περίμενε να της το φέρουν. Στα ηχεία οι Nouvelle Vague γκρίνιαζαν ότι είναι Too drunk to fuck. Κοίταξε στον καθρέφτη του μπαρ και αναρωτήθηκε πόσο καιρό είχε να είναι σε κατάσταση "too drunk to fuck". Ή έστω ένα από τα δύο, όποιο να ναι. Σκέφτηκε ότι χρειαζόταν ένα τουλάχιστον βράδυ αχαλίνωτου σεξ. Είχε καιρό να κάνει και νόμιζε ότι δεν την ενοχλούσε. Αλλά την ενοχλούσε.
"Ένα Talisker". Η φωνή που διέκοψε την παραλίγο ονείρωξή της ήταν βραχνή και υπόκωφη. Τραχειά. Σαν σμυρίδι που αργοσέρνεται πάνω σε γρανίτη. Γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος της και είδε επιτέλους το πρόσωπο του άλλου πελάτη του μαγαζιού. Γωνιώδες, σκληρό, αγέλαστο, σαν άγαλμα από κάποιο σκοτεινό, ερεβώδες, στιλπνό μάρμαρο.Τα μάτια του αγνώστου πέρασαν για ένα δευτερόλεπτο από πάνω της. Ήταν τόσο ανοιχτά γαλάζια που έμοιαζαν διάφανα. Τη στιγμή που οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, ένοιωσε το στομάχι της να σφίγγεται και το λαρύγγι της να στεγνώνει.Ηλεκτρίστηκε. Αλλά ήταν μόνο μια στιγμή. Η ματιά του πέρασε από πάνω της και.. έφυγε. Αδιάφορη. Σα να μην υπήρχε. Σα να μην την είδε. Σα να μην είχε σημασία η παρουσία της. Νευριασμένη έστρεψε απότομα το κεφάλι της και ήπιε μια γουλιά από το Appletini της. "Άκου εκεί, ούτε έδειξε να καταλαβαίνει ότι υπάρχω.Τι άκυρος γκόμενος. Λες να ναι γκέϊ; Μπα, με τέτοιο ντύσιμο αποκλείεται."

Ε προφανώς με τα πολλά πολλά - μη σας αποκαλύψουμε όλο το βιβλίο με το καλημέρα- η τύπισσα ξελιγωμένη αλλά και καλά αξιοπρεπής αποφασίζει να του την πέσει με τρόπο. Ο κάγκουρας τη γράφει στα παπάρια του γιατί του χει πεθάνει η δικιά του απο λευχαιμία πριν λίγες μέρες και μπλα μπλα μπλα, είναι ο σκληρός αλλά κατά βάθος αγαπούλης τύπος, το παιδί λαϊκής γειτονιάς που θα την πάρει στα χέρια του και θα της αλλάξει τον αδόξαστο. Ε βέβαια είναι λίγο αλητάκος, λίγο βαποράκι, λίγο πουτανιάρης κλπ αλλά αυτή θα τον στρώσει. Δε γίνεται όμως ,πρέπει να χουμε και μια σκηνή σεξ. Ε; πάμε λίγο FF και φτάνουμε σε αυτό γιατί προς το παρόν βαριέμαι να περιγράφω όλες τις σκέψεις στο ανύπαρκτο μυαλό της φαντασμένης αραχνομούνας που νομίζει ότι είναι το δώρο των Θεών στον αντρικό πληθυσμό αυτού του πλανήτη -και πολλών άλλων, αλλά δε θέλει να είναι υπερβολική-.

Άνοιξε την πόρτα ξέπνοη και λαχανιασμένη. Στο ασανσέρ ο Τζο λες και ήθελε να χαρτογραφήσει το κορμί της. Τα δυνατά του χέρια αναμόχλευαν αισθήσεις που είχε ξεχάσει ότι υπήρχαν και το στόμα του μύριζε καπνό, καλό single malt και πόθο. Η καμπύλη του λαιμού του μύριζε παλιά μπαχαρικά και δάση με κέδρους και την τρέλλαινε. Πριν καλά καλά κλείσει η πόρτα, το μπλουζάκι της ίπτατο προς το πάτωμα και το κουμπί του τζην της είχε ήδη ανοίξει. Τον έσπρωξε με το δείκτη του δεξιού της χεριού και του χαμογέλασε με νόημα, ενώ προσπαθούσε να κρατήσει τα γόνατά της που έτρεμαν. Ήλπιζε να μην την είχε πάρει χαμπάρι. Ειδικά την καρδιά της που νόμιζε ότι την άκουγαν 2 ορόφους παρακάτω έτσι όπως έκανε. Έστριψε, κατέβασε το τζην της αργά και αποκάλυψε τις υπέροχες καμπύλες του κορμιού της. Ανασηκώθηκε και σταύρωσε τα χέρια δήθεν ντροπαλά μπροστά στο στήθος της. Ο Τζο κοίταγε το κορμί της ανέκφραστα. "Πάλι δεν δείχνει τίποτα αυτός ο άνθρωπος; Μα από πέτρα είναι; Ούτε ένα χαμόγελο ικανοποίησης; Τέτοιο κορμί και τίποτα; Από πετρ..οοο ναι όντως από πέτρα είναι" σκέφτηκε καθώς το μάτι της ταξίδεψε λίγο νοτιότερα από το πρόσωπό του. Την πλησίασε με 2 βήματα και την άρπαξε από το σβέρκο, τραβώντας την προς το μέρος του. Τα χείλη τους κλειδώθηκαν σε ένα φιλί που έστειλε ηλεκτρικές εκκενώσεις στη σπονδυλική της στήλη. Ανατρίχιασε και αισθάνθηκε αυτή τη γνώριμη αίσθηση ζέστης, εκεί. Χαμηλά. Τα έμπειρα δάχτυλα του Τζο ταξίδεψαν στην πλάτη της και την έκαναν να βογγήξει μέσα από το στήθος της. Υπόκωφα.
Δεν κατάλαβε πότε βρέθηκαν στο πάτωμα, πότε ο Τζο γδύθηκε και πως δεν είχε πάρει χαμπάρι τι θεϊκό κορμί έκρυβε κάτω από το λινό πουκάμισο."Εμ βέβαια, λινό. Φαρδύ. Κρύβει. Υδροχόος θα ναι. Θέλει να κρύβεται και να μην δείχνεται. ΟΚ μπορεί και Ζυγός. Ή Σκορπιός. Θα ρωτήσω τη Μαρκ..αααααααααχ". Η σκέψη της διακόπηκε αυτόματα όταν η γλώσσα του ξεπέρασε το μεσημβρινό του στομαχιού της και κατέληξε στο μέσα μέρος των γλουτών της. Η πλάτη της συσπάστηκε ασυναίσθητα και τεντώθηκε σχηματίζοντας ένα τόξο. Κατάφερε να απλώσει το χέρι της και να χαϊδέψει τον παλλόμενο ανδρισμό του. "Ουάου, ο τύπος είναι..είναι.. ωωωωωωωωωωω.." . Οι σκέψεις της χανόντουσαν σε ένα σύννεφο κάβλας -ναι κάβλας, έτσι ακριβώς το σκέφτηκε, δεν ήταν η στιγμή για ντροπές και comme il faut λέξεις. Ήταν η στιγμή για πάθος, αχαλίνωτο πάθος και ζωώδη ένστικτα. Η στιγμή που τα στόματα σιωπούν και τα κορμιά τραγουδούν το αρχέγονο τραγούδι τους, τον ύμνο στην Αφροδίτη καθώς οι σκιές τα χαϊδεύουν ευλογώντας τα και το φως των κεριών σκιαγραφεί τις νυχτερινές διαδρομές τους στους δρόμους της ηδονής.
Η καρδιά της κόντευε να βγει από το στήθος της και στο μυαλό της κυριαρχούσε ένα μούδιασμα, μια παχιά αχλύς που άμβλυνε την κρίση της και εξοβέλιζε οποιαδήποτε άσχετη σκέψη μακριά.
Μια λέξη μόνο έφυγε από τα χείλη του, την ώρα που της άρπαζε τα μαλλιά και την ξανάφερνε κοντά στο στόμα του "Υποτάξου". Το είπε, ψυθιριστά. Ο ήχος κοφτός και συριχτός, σα λεπίδα δαμασκηνή πάνω σε λεπτεπίλεπτο δέρμα.
Με δύο μπράτσα που έμοιαζαν γρανιτένια, την άρπαξε και τη σήκωσε. Πρώτη φορά αισθανόταν τόσο απροστάτευτη. Τη γύρισε ανάποδα, τράβηξε τα γόνατά της, έσπρωξε το κεφάλι της στο πάτωμα και πριν προλάβει να σκεφτεί τι γινόταν, μπήκε απότομα μέσα της. Ο ήχος που βγήκε από το στόμα της δεν ήταν ανθρώπινος, ήταν μια απεγνωσμένη ελεγεία στους θεούς του πάθους. Το κορμί της είχε πλέον κυριαρχήσει πάνω στα αισθήματα και τη λογική της και ενεργούσε από μόνο του. Τα δάχτυλά της λες και ήθελαν να σκίσουν το πάτωμα και τα πόδια της έτρεμαν. Ο Τζο βγήκε, αλλά δεν τον αισθάνθηκε να απομακρύνεται. Ξαφνικά, απότομα, ένας οξύς πόνος.  Δεν πρόλαβε ούτε να φωνάξει, ούτε να διαμαρτυρηθεί, ούτε και ήθελε. Ο απότομος πόνος της παρα φύσει εισβολής, έγινε ξαφνικά λαίλαπα ηδονής και ευχαρίστησης. Παραδόθηκε τελείως. Αφέθηκε να την πάρει το κύμα του πάθους όπου εκείνο ήθελε. Και ας πνιγόταν. Δεν την ένοιαζε πια.
Μετά από λίγο το ένοιωσε να έρχεται. Ένα τεράστιο και τόσο καταπιεσμένο συναίσθημα απελευθέρωσης και ορμής, μια ασυγκράτητη χαοτική δόνηση που ξεκίνησε από το υπογάστριό της, ανέβηκε στο στήθος της και εξερράγη με δύναμη στο μυαλό της. Ο οργασμός της ήταν .. ανελέητος. Πρωτόγονος. Η όρασή της για μερικά δευτερόλεπτα χάθηκε και κατάλαβε πόσο δυνατά φώναξε μόνο και μόνο από τον απόηχο του ουρλιαχτού της. Ο Τζο σηκώθηκε. Εκείνη γύρισε ανάσκελα, τεντώθηκε και ακόμα τρέμωντας άρχισε να γουργουρίζει ευχαριστημένη. Το σώμα της ακόμα έκανε μικρούς σπασμούς και το μυαλό της ήταν μουδιασμένο. Κάπου στο βάθος κατάλαβε ότι πονούσε λίγο αλλά δεν την ένοιαζε.
Μύρισε τσιγάρο. Ο Τζο είχε ήδη ντυθεί. Την κοίταξε, αδιάφορα και πάλι και ψιθύρισε "Ευχαριστώ. Καληνύχτα".
Πριν προλάβει να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί, ο ήχος της πόρτας που έκλεινε πίσω του ήρθε να σφραγίσει το τετελεσμένο της πράξης του.
Έφυγε.
Γιατί;
(...)

Ε και μετά τρώει κόλλημα, τον ψάχνει, θέλει να τον εκδικηθεί, να τον κάνει σκλάβο, αλλά τον γουστάρει, ένας φόνος, ένα ταξίδι, μια νύχτα, δύο νύχτες, μια ζωή και μια καρδιά, τα δυό σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε (είναι και σαδιστής ο τύπος, αυτή είναι μαζοχίστρια αλλά δεν το χει ανακαλύψει, άς τα να παν.)
η συνέχεια στο
"Του κώλου τα εννιάμερα κρατήσαν μια βδομάδα".