Πάνε πολλά χρόνια, αλλά θα προσπαθήσω να θυμηθώ.
Λογικά, αυτή η ιστορία έπαιξε κάπου μεταξύ 1988-1990 γιατί ή τελείωνα το δημοτικό ή ήμουν πρώτη γυμνασίου.Μάλλον ξεκίνησε η ιστορία λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου γιατί έτσι εξηγείται πιο εύκολα η συνέχεια. Θα δεις..
Δίπλα από το σπίτι μας, είχε γκρεμιστεί ένα μεγάλο νεοκλασσικό και οι καννίβαλοι ιδιοκτήτες έχτιζαν ένα τεράστιο τετράγωνο κλουβί.
Μια μέρα λοιπόν, η γιαγιά ξεκίναγε να πάει στη λαϊκή και είδε στο γιαπί έναν άνθρωπο να κοιμάται. Γνωστή φαν των απανταχού κατατρεγμένων, των σήριαλ με "φυλακομένες" και άξιο τέκνο της γενιάς της Κατοχής, η γιαγιά συγκινήθηκε και πήγε να δει τι παίζει.
Έτσι, μπήκε στη ζωή μας ο Γκεόργκι. Είχε έρθει με τα πόδια από τη Ρουμανία και μια και ήταν ηλεκτρολόγος -αν θυμάμαι καλά- ο εργολάβος που έχτιζε την οικοδομή τον είχε προσλάβει πριν μερικές μέρες. Ο Γκεόργκι όμως δεν είχε που να μείνει μια και δεν του φτάναν ακόμα τα λεφτά. Οπότε την έπεφτε στο γιαπί το βράδυ, ξυπνούσε το πρωί και δούλευε, και δεν έχω ιδέα τι και που έτρωγε.
Μέχρι που τον πέτυχε η γιαγιά. Ο Γκεόργκι από ελληνικά ήταν ακόμα ψιλοάκυρος, αλλά από αγγλικά σκάμπαζε περισσότερα. Το απόγευμα, μετά τη δουλειά, ήταν στο σπίτι της γιαγιάς. Η γιαγιά του μαγείρεψε τη σπεσιαλιτέ (κοκκινιστό κρέας με χοντρό μακαρόνι) να φάει να την κάνει ταράτσα, του έδωσε ρούχα και παπούτσια και με κατέβασε για διερμηνέα να ακούσουμε την ιστορία του.
Όλοι την πειράζαμε τη γιαγιά πάντα για το πόσο πονόψυχη ήταν. Την πείραζαν οι δυό γαμπροί ότι "για να νοικιάσεις το σπίτι τι διάολο προϋπόθεση έχεις; να μην έχουν μία να πληρώσουν;" . Από το συγκεκριμένο σπίτι είχαν -και έχουν- περάσει μέχρι τώρα, όλοι οι κατατρεγμένοι της γης. Τέλος πάντων.
Η γιαγιά άκουσε λοιπόν την ιστορία του Γκεόργκι και της έφυγε η μαγκιά. Δεν την πάλεψε μία. Από τα λίγα που θυμάμαι και εγώ, θυμάμαι κυνηγητά σε τραίνα, ύπνο στα βουνά, ποδαρόδρομο μέχρι εδώ και τα λοιπά. Εκεί που λύγισε όμως ήταν όταν μάθαμε πως ο Γκεόργκι δεν ήταν μόνος, είχε και μια γυναίκα και ένα παιδί που έπρεπε να φέρει μαζί του γιατί στη Ρουμανία...
Από κείνη τη μέρα, τον καβατζώσαμε σώγαμπρο τον Γκεόργκι. Το σπίτι που νοίκιαζε η γιαγιά ήταν άδειο -αν θυμάμαι καλά- και του το έδωσε. Ούτε νοίκια ούτε τίποτα. Τα μεσημέρια ο Γκεόργκι έτρωγε -που αλλού- στη γιαγιά και τα απογεύματα τράβαγε διπλοβάρδιες. Του έψαξε και ο πατέρας μου καναδυό δουλειές, άρχισε να τη βολεύει σιγά σιγά.
Ένας εξαιρετικός κύριος, συμπαθέστατος, σοβαρότατος και αγωνιστής του κερατά. Τον βοηθήσαμε όπως μπορούσαμε και όποτε έλεγε να μας "ντώσει κάτι γκια ευκάριστω" η γιαγιά έβγαζε νύχια.
Μετά από κάποιους μήνες, που είχε ψοφήσει στη δουλειά, και μάλλον είχε πέσει και το καθεστώς, ήρθαν και η γυναίκα του και ο πιτσιρικάς, ο Μπογντάν; κάπως έτσι. Τότε ο Γκεόργκι λοιπόν είπε στη γιαγιά ότι "άκου να δεις, με τάισες, με φιλοξένησες, με βοήθησες, αλλά εγώ κοπρίτης δεν είμαι, τώρα που στάθηκα στα πόδια μου θα πάω να νοικιάσω ένα σπίτι να μείνουμε κανονικά. Και όχι δε θα μείνω εδώ γιατί ξέρω ότι θα μου πεις νοίκι το 10% από αυτό που θα πλήρωνα κανονικά."
Έτσι λοιπόν, μετακόμισαν δυό δρόμους παρακάτω. Φυσικά οι σχέσεις μας δεν χάλασαν και η γυναίκα με τον πιτσιρικά ήταν πολύ συχνά σπίτι μας ή η γιαγιά στο δικό τους.
Κάποια στιγμή μας είπαν ότι μπορούν πλέον να φύγουν από την Ελλάδα και την έκαναν για Καναδά.
Πριν δύο χρόνια μας ήρθε μια κάρτα από το Τορόντο. Με ευχές, ευχαριστίες και "ποτέ δε θα σας ξεχάσουμε" κλπ.
Δυστυχώς η γιαγιά δεν ζούσε πλέον για να τη δει να χαρεί.
Η ιστορία, διαβεβαιώ οποιονδήποτε θα μπορούσε να δυσπιστήσει πως είναι 100% αληθινή και προσωπικότατη και δε δέχομαι κουβέντα.
Γιατί την είπα τώρα εδώ;
Για να μπορώ να πω ελεύθερα και χωρίς κανείς να μπορέσει να με κατηγορήσει για ρατσισμό, ότι με αυτό το πανηγύρι που έστησαν οι επαναστατικοί φωστήρες στη Νομική διαφωνώ κάθετα, οριζόντια, διαγώνια και σε βάθος.
Και για να μπορώ να πω και χωρίς να γίνω γραφικός, ότι άμα έχεις κότσια, πάρτον σπίτι σου αλάνι και βοήθησέ τον έμπρακτα. Όπως έκανε η κακομοίρα η γιαγιά μου. Ντάξει;
Update : Και επειδή θυμήθηκα μετά από πολλά χρόνια όλη αυτή την ιστορία, είπα να τους ψάξω στο FB. Τον βρήκα τον πιτσιρικά και πιάσαμε κουβέντα. Αυτός δε θυμάται και πολλά πολλά, γιατί ήταν 5-6 χρονών τότε αλλά θυμήθηκε όλο το σκηνικό. Η οικογένεια ζει ακόμα στο Τορόντο και περιμένω να μου πουν λεπτομέρειες πως την παλεύουν. :D
Λογικά, αυτή η ιστορία έπαιξε κάπου μεταξύ 1988-1990 γιατί ή τελείωνα το δημοτικό ή ήμουν πρώτη γυμνασίου.Μάλλον ξεκίνησε η ιστορία λίγο πριν την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου γιατί έτσι εξηγείται πιο εύκολα η συνέχεια. Θα δεις..
Δίπλα από το σπίτι μας, είχε γκρεμιστεί ένα μεγάλο νεοκλασσικό και οι καννίβαλοι ιδιοκτήτες έχτιζαν ένα τεράστιο τετράγωνο κλουβί.
Μια μέρα λοιπόν, η γιαγιά ξεκίναγε να πάει στη λαϊκή και είδε στο γιαπί έναν άνθρωπο να κοιμάται. Γνωστή φαν των απανταχού κατατρεγμένων, των σήριαλ με "φυλακομένες" και άξιο τέκνο της γενιάς της Κατοχής, η γιαγιά συγκινήθηκε και πήγε να δει τι παίζει.
Έτσι, μπήκε στη ζωή μας ο Γκεόργκι. Είχε έρθει με τα πόδια από τη Ρουμανία και μια και ήταν ηλεκτρολόγος -αν θυμάμαι καλά- ο εργολάβος που έχτιζε την οικοδομή τον είχε προσλάβει πριν μερικές μέρες. Ο Γκεόργκι όμως δεν είχε που να μείνει μια και δεν του φτάναν ακόμα τα λεφτά. Οπότε την έπεφτε στο γιαπί το βράδυ, ξυπνούσε το πρωί και δούλευε, και δεν έχω ιδέα τι και που έτρωγε.
Μέχρι που τον πέτυχε η γιαγιά. Ο Γκεόργκι από ελληνικά ήταν ακόμα ψιλοάκυρος, αλλά από αγγλικά σκάμπαζε περισσότερα. Το απόγευμα, μετά τη δουλειά, ήταν στο σπίτι της γιαγιάς. Η γιαγιά του μαγείρεψε τη σπεσιαλιτέ (κοκκινιστό κρέας με χοντρό μακαρόνι) να φάει να την κάνει ταράτσα, του έδωσε ρούχα και παπούτσια και με κατέβασε για διερμηνέα να ακούσουμε την ιστορία του.
Όλοι την πειράζαμε τη γιαγιά πάντα για το πόσο πονόψυχη ήταν. Την πείραζαν οι δυό γαμπροί ότι "για να νοικιάσεις το σπίτι τι διάολο προϋπόθεση έχεις; να μην έχουν μία να πληρώσουν;" . Από το συγκεκριμένο σπίτι είχαν -και έχουν- περάσει μέχρι τώρα, όλοι οι κατατρεγμένοι της γης. Τέλος πάντων.
Η γιαγιά άκουσε λοιπόν την ιστορία του Γκεόργκι και της έφυγε η μαγκιά. Δεν την πάλεψε μία. Από τα λίγα που θυμάμαι και εγώ, θυμάμαι κυνηγητά σε τραίνα, ύπνο στα βουνά, ποδαρόδρομο μέχρι εδώ και τα λοιπά. Εκεί που λύγισε όμως ήταν όταν μάθαμε πως ο Γκεόργκι δεν ήταν μόνος, είχε και μια γυναίκα και ένα παιδί που έπρεπε να φέρει μαζί του γιατί στη Ρουμανία...
Από κείνη τη μέρα, τον καβατζώσαμε σώγαμπρο τον Γκεόργκι. Το σπίτι που νοίκιαζε η γιαγιά ήταν άδειο -αν θυμάμαι καλά- και του το έδωσε. Ούτε νοίκια ούτε τίποτα. Τα μεσημέρια ο Γκεόργκι έτρωγε -που αλλού- στη γιαγιά και τα απογεύματα τράβαγε διπλοβάρδιες. Του έψαξε και ο πατέρας μου καναδυό δουλειές, άρχισε να τη βολεύει σιγά σιγά.
Ένας εξαιρετικός κύριος, συμπαθέστατος, σοβαρότατος και αγωνιστής του κερατά. Τον βοηθήσαμε όπως μπορούσαμε και όποτε έλεγε να μας "ντώσει κάτι γκια ευκάριστω" η γιαγιά έβγαζε νύχια.
Μετά από κάποιους μήνες, που είχε ψοφήσει στη δουλειά, και μάλλον είχε πέσει και το καθεστώς, ήρθαν και η γυναίκα του και ο πιτσιρικάς, ο Μπογντάν; κάπως έτσι. Τότε ο Γκεόργκι λοιπόν είπε στη γιαγιά ότι "άκου να δεις, με τάισες, με φιλοξένησες, με βοήθησες, αλλά εγώ κοπρίτης δεν είμαι, τώρα που στάθηκα στα πόδια μου θα πάω να νοικιάσω ένα σπίτι να μείνουμε κανονικά. Και όχι δε θα μείνω εδώ γιατί ξέρω ότι θα μου πεις νοίκι το 10% από αυτό που θα πλήρωνα κανονικά."
Έτσι λοιπόν, μετακόμισαν δυό δρόμους παρακάτω. Φυσικά οι σχέσεις μας δεν χάλασαν και η γυναίκα με τον πιτσιρικά ήταν πολύ συχνά σπίτι μας ή η γιαγιά στο δικό τους.
Κάποια στιγμή μας είπαν ότι μπορούν πλέον να φύγουν από την Ελλάδα και την έκαναν για Καναδά.
Πριν δύο χρόνια μας ήρθε μια κάρτα από το Τορόντο. Με ευχές, ευχαριστίες και "ποτέ δε θα σας ξεχάσουμε" κλπ.
Δυστυχώς η γιαγιά δεν ζούσε πλέον για να τη δει να χαρεί.
Η ιστορία, διαβεβαιώ οποιονδήποτε θα μπορούσε να δυσπιστήσει πως είναι 100% αληθινή και προσωπικότατη και δε δέχομαι κουβέντα.
Γιατί την είπα τώρα εδώ;
Για να μπορώ να πω ελεύθερα και χωρίς κανείς να μπορέσει να με κατηγορήσει για ρατσισμό, ότι με αυτό το πανηγύρι που έστησαν οι επαναστατικοί φωστήρες στη Νομική διαφωνώ κάθετα, οριζόντια, διαγώνια και σε βάθος.
Και για να μπορώ να πω και χωρίς να γίνω γραφικός, ότι άμα έχεις κότσια, πάρτον σπίτι σου αλάνι και βοήθησέ τον έμπρακτα. Όπως έκανε η κακομοίρα η γιαγιά μου. Ντάξει;
Update : Και επειδή θυμήθηκα μετά από πολλά χρόνια όλη αυτή την ιστορία, είπα να τους ψάξω στο FB. Τον βρήκα τον πιτσιρικά και πιάσαμε κουβέντα. Αυτός δε θυμάται και πολλά πολλά, γιατί ήταν 5-6 χρονών τότε αλλά θυμήθηκε όλο το σκηνικό. Η οικογένεια ζει ακόμα στο Τορόντο και περιμένω να μου πουν λεπτομέρειες πως την παλεύουν. :D