Wednesday, April 27, 2011

Όχι που δε θα γκρίνιαζα ΚΑΙ αναδρομικά! - Πάσχα εντίσιον

Ε ναι λοιπόν, το παραδέχομαι. Έχω καιρό να γράψω. Όχι γιατί έχω στερέψει από ιδέες! (τα μεγάλα μυαλά, όπως εγώ είναι σαν κάτι-που-δεν-στερεύει-ποτέ-από-ιδέες)
Γιατί δούλευα ως κυν και έτρωγα ως βους. Επίσης είχα να καθαρίσω και αρκετούς εχθρούς σε κάτι γαμωπαίχνιδα, είχα να φυτέψω τα καινούρια ζαρζαβατικά στον κήπο, να φτιάξω την καινούρια μπύρα, είχα θέματα ρε αδερφέ. Είχαμε και τις "διακοπές" του Πάσχατος, που κακοχρονονάχουν (ποιοί; δεν ξέρω, γενικά το λέω) μαύρες διακοπές ήταν. Αν εξαιρέσεις την Κυριακή βέβαια που και πάλι, μια μέρα που σηκώνεσαι από τις 6 να προετοιμάσεις τα δέοντα για τους κλασσικούς που θα ρθουν κατά τη 1 και θα αρχίσουν τις παρατηρήσεις, δεν είναι ακριβώς διακοπές.
Αλήθεια, εσύ Αναγνώσθα, δεν τους απεχθάνεσαι αυτούς τους πασχαλιάτικους καλεζμένους;
Και έτσι πιάνομαι και ξεκινώ το κυρίως μέρος του θέματός μου, αν και ξεκίνησα για να γράψω κάτι παντελώς διαφορετικό και άσχετο από αυτό.

Θα μιλήσω το λοιπόν για παρελθόντα Πάσχατα, στα οποία μαζευόμασταν λαός. Τώρα έχουν τεζάρει οι μισοί από αυτούς, έχουν χωρίσει οι άλλοι μισοί και έχουν τσακωθεί και όλοι με όλους, οπότε ο καθένας τα κάνει χωριστά τώρα. Το παλιό "οικογενειακό" Πάσχα, έχει συρρικνωθεί ιδιαιτέρως και περιέχει μόνο τον πολύ στενό πυρήνα πλέον, αντε και κανα φιλικό ζευγάρι. Πράγμα που εμένα με χαροποιεί . Γιατί; θα σου εξηγήσω..
Και πάμε στις ευχάριστες αναμνήσεις από τα Πάσχατα κυρίως της μισητής δεκαετίας του 80, όπου ο μικρός ανήλιξ Εστάριαν νήστευε το κρέας (το κρέας είπαμε. Πάλι καλά που υπάρχουν παππούδογιαγιάδια με κατοχικό σύνδρομο και δεν επέτρεπαν ποτέ να σκυλοπεινάσεις) τη Μεγάλη Εβδομάδα και κοινώναγε αν καταφέρναν να τον σηκώσουν πρωί, το Μεγάλο Σάββατο.)

Το Πάσχα τότε για τους περισσότερους ήταν μια ανάπαυλα από το σχολείο και χαιρόμανε, όχι βέβαια γιατί δεν πήγαινα σχολείο, αλλά γιατί δεν αναγκαζόμουν να περνάω πολύτιμο χρόνο με τους συμμαθητές μου, ειδικά με αυτούς που στην έκτη δημοτικού δεν είχαν καταφέρει ακόμα να τιθασσέψουν την ορθογραφία της λέξης "και".
Ήταν όμως και μια γιορτή τίγκα στις υποχρεώσεις, όχι όπως τα Χριστούγεννα (που έμαθα να τα απεχθάνομαι πολύ αργότερα, δηλαδή όταν άρχισα να πληρώνω εγώ για αυτά), αλλά ακόμα πιο ψυχαναγκαστική και ακριβή.
Τα Χριστούγεννα δεν "έπρεπε" να κάνεις τίποτα αν ήσουν παιδί. Απλά άραζες, μασαμπούκωνες και ξυνόσουν ολημερίς και ολονυχτίς.
Το Πάσχα δεν είχε τέτοια. Το Πάσχα είχε πολλά "ΠΡΕΠΕΙ". Τα οποία κανονικά στους περισσότερους θα έπρεπε να δημιουργούν αισθήματα απέχθειας, αλλά βλέπω ότι αυτό δε συμβαίνει. Ένας συμμαθητής μου π.χ που ήταν "παπαδάκι", μας έλεγε σχεδόν κλαίγοντας για τις ατέλειωτες ώρες ορθοστασίας πίσω στο ιερό τη μεγάλη Πέμπτη. Ορθοστασία που επέβαλλε η Μάργκαρετ Θάτσερ του Άμβωνα, η κυρα-Τάδε ένα γραϊδιο αιώνων, ισχνό, λιπόσαρκο και με όψη ανησυχητικά κοντά σε κάτι που μετά θα μάθαινα πως λέγεται Lich. Όμως η κυρα-Τάδε παρ'όλο που ήταν ένα και τίποτα και 28 γραμμάρια, είχε σιδερένια πυγμή και τα "παπαδάκια" τα είχε στο βούρδουλα. Οπότε αν δεν είχαν κάτι να κάνουν, τα στηνε τα παιδιά πίσω από την τράπεζα να κάθονται όρθια. Κάτσε εσύ κανα 5ωρο όρθιος και σχεδόν ακίνητος (γιατί το με-καταράκτη-μάτι-του-θεού-σε-έβλεπε-λέγε-με-Τάδε και εκτός από καντήλια σου κατέβαζε και κατραπακιές). Αυτός ο συμμαθητής μου που τράβαγε αυτά που λες, με είδε και με ρώτησε αν θα πάω στη λειτουργία, "δε σε βλέπουμε και ποτέ". Τι του λες τώρα;
Έτσι που λες,το Πάσχα τότε είχε υποχρεώσεις. Και αντε, στη ζούλα, ξέθαβες και κανα μπριζολίδι (που και καλά ήταν εντέχνως κρυμμένο στην κατάψυξη - άσε ρε μάνα, μπορεί να με γέννησες, αλλά αν ξέρω κάτι καλά είναι να βρίσκω κρέας) και το τσάκιζες μέχρι να ρθουν από τα ψώνια. Αλλά αυτή η Παρασκευή με τη μουντίλα, την απαλεψιά και τους επιτάφιους πέρα-δώθε, ήταν πίκρα για τον ανήλικο Κθούλου (εμένα λέω).
Ναι αλλά μετά ερχόταν το Σάββατο και μπορούσες να φας φανερά. (Ευτυχώς δε μεγάλωσα σε πολύ φανατική οικογένεια, θα χαμε πρόβλημα)
Και η μεγαλύτερη χαρά ήταν όταν ο Πατήρ σου λεγε "άντε φόρα τη φόρμα σου, πάμε πάνω στον παππού να φτιάξουμε για αύριο τα πράματα". Γιατί σου έδινε υθύνες, σου δειχνε εμπιστοσύνη, σου δειχνε οτι χρειάζεται τη βοήθειά σου.
Είχες το αρνάκι ή το κατσικάκι, συκωταριές, αλατοπίπερα, σούβλες, κάρβουνα, ενα κάρο καλαμπαλίκια. Και τότε δεν είχες και την κυριλλέ τη χτιστή ψησταριά (γεια σου ρε πατέρα), είχες να σκάψεις και κανα λάκο, να φέρεις στα ίσα τα πασαλάκια κλπ κλπ.

Και σου φευγε (ευχάριστα μεν, σαφώς δε) ο πάτος το Σάββατο να πλύνεις, να καθαρίσεις, να κόψεις κλπ ένα κάρο συκωταριές και αντεριές για να φτιάξεις το κοκορέτσι. Όποιος δεν το φτιάχνει ΚΑΘΕ χρόνο τα τελευταία 27-28 χρόνια (δγιάολε γέρασα), μη μου πει πως είναι εύκολο ή ότι "σιγά μωρέ νταξ πόση ώρα παίρνει" (όπως έκανε φίλος τώρα το Σάββατο, μέχρι να καταλάβει ότι το μπλεξε με το κοντοσούβλι. Τόσο άσχετος). Και μετά σου φευγε και λίγο ο πάτος για να φτιάξεις το αρνί. Και αυτό θέλει τέχνη ρε κνώδαλα, γιατί αν δε το φτιάξεις σωστά, θα το κυνηγάς το αρνί μετά από δύο γύρες.Δεν υπήρχαν τότε δε και αυτά τα βολικά τα μεταλλικά-με-τα-παξιμαδια-που-το-δένουμε-πάνω-στη-σούβλα-γρήγορα-και-δεν-μασάει-τίποτα. Το κάναμε χειροκίνητο, με σύρμα κλπ κλπ και άντε τρέχα γύρευε. Έτρωγες ώρες που λες για να τα κάνεις όλα αυτά.

Και έφτανε η Κυριακή το πρωί. Και ξύπναγες μαζί με τον πατέρα, κατά τις 6 το πρωί, να ανέβεις να βάλεις μπρος σιγά σιγά. Καρβουνάκι, φωτίτσα->θράκα, αρνάκι/κοκορετσάκι-γύρω γύρω. Και ποια είναι η χαρά του ψησίματος αγαπητέ αναγνώστη; (θα γίνει και άρθρο στο Σουβλακέα αυτό);
Ποια είναι η χαρά του ψησίματος λέω ρε;
Ακριβώς. Η παρέα.

Παπάρεα!
Ξύπναγες εσύ και ο πατέρας σαν τα βόδια από τις 6, έβαζες φωτιά, έβαζες τα κοκορέτσια και τα αρνιά, γύρναγες, γύρναγες γύρναγες (ρε συ, ούτε μοτέρια παίζανε τότε; τι σκατά; αλλά σίγουρα υπήρχαν, γιατί δεν παίρναμε;). Παρέα; Μόνο ο παππούς στη γωνιά, με τη μπυρίτσα και το πιατάκι με το αυγό και λαδόξιδο να τσιμπάει. Και τυρί από το χωριό.
Σου έφευγε ο τάκος λέμε. Κρύο-ζέστη-ήλιος-βροχή, ο κόσμος να μπηδιότανε, το αρνί και το κοκορέτσι, δουλειά για δύο.

Και μόλις έσκαγε 12-12:30, αρχίζαν και ερχόνταν οι πατρίκιοι, οι συγκλητικοί, οι μαρκήσιοι και οι κόμητες.
Με τα κυριλλέ τα ρουχαλάκια τους (μέρες απ'οναι να φοράμε τα καλά μας), με τσι κολώνιες τους και τα λιλιά τους, οι κυρίες λούσο και παραλλαγή κετέτχοια σου λέω.
Και εντάξει, δε παστοδιάλο, ήταν οι λιμοκοντόροι, οι κλασσικοί τελευταίοι που έρχονται πάντα για να φάνε τσάμπα και να φύγουν με το που θα φάνε και το γιαουρτάκι με το γλυκό σταφύλι.
Δεν είναι μόνο ότι τα γαϊδουρομούλαρα ερχόντουσαν τσίμα τσίμα να φαρμακώσουν τον άμπακο, ήταν ότι ερχόντουσαν και κάνανε και παρατηρήσεις!
Ω ΝΑΙ!
Σου σκαγε ο άλλος "θέλει λίγο περισσότερη φωτιά στα μπούτια"
(άμα σου βάλω κανα κάρβουνο εκεί που δε θα λάμψει ποτέ φώς, πως το βλέπεις;)
πεταγόταν και ο άλλος
"ρε συ, το κοκορέτσι είναι πολύ λεπτό, γιατί το κάνατε έτσι;"
(σε αντίθεση με εσένα ενοχλητικό παχύδερμο, είναι λεπτό για να ψήνεται εύκολα και να μην έχει αίματα μέσα, όπως αυτό το πράμα που έφτιαξες πέρσι που δε μας είχες έρθει και είχε διάμετρο 40 πόντους και το κάψατε απ΄εξω και ήταν ωμό από μέσα. Και το τηγανίζατε μετά για να το φάτε)
και έσκαγε και ο τελευταίος (κλασσική, αγαπημένη αττάκα)
"ρε συ, γιατί δεν του κλείνετε τον κώλο με κουκουνάρι; θα στεγνώσει"
(τώρα δε σχολιάζω εδώ, αφού είναι πολύ εύκολο. Σα να πυροβολάς χρυσόψαρο σε γυάλα.Με κανόνι. Εξ επαφής.)
Και  που λες κάαααθε χρόνο γινόταν το ίδιο, αυτοί ερχόντουσαν αργά, κάναν παρατηρήσεις (δεν τις ακούγαμε ποτέ) και μετά στραβομουτσούνιαζαν που δεν τις ακούγαμε, αλλά αν δεν ήσουν ευλύγιστος και γρήγορος, αρνί δεν προλάβαινες να φας. Είχα μάθει από 7 χρονώνε να είμαι κομμάντο.
Για αυτό ρε αλάνι το αρνί και το κοκορέτσι -όπως λέει ο σοφός λαός- τρώγονται καλύτερα πάνω στη σούβλα.
Γιατί και το τρώς όπως πρέπει (ζεστό και λαχταριστό), πίνεις τις μπυρίτσες σου και τα κρασάκια σου, χώνεις και καμια φέτα ψωμί στη θράκα να τη λαδώσεις να βουτήξεις στο τζατζίκι το φονικό..
και κυρίως γιατί είσαι καλή παρέα εκεί πέρα.

Η παρέα η καλή είναι πάντα γύρω από τη θράκα, στο τραπέζι συνέχεια,κάθονται οι ανήμποροι, οι τρακαδόροι και οι τεμπέληδες που έρχονται αργά.