Είσαι ρε αλάνι Σάββατο βράδυ τώρα λέμε δηλαδή και λοιπά και λοιπά.
Έχεις βγεί στα κλάμπια σου και ακούς τους ύμνοι της νεοελληνικής μούζικας αφού φυσικά έχεις κάνει ντου για να μπεις με στο κλαμπ (όπου “κλαμπ” χώρος μικρότερος από τη ντουζιέρα πυγμαίου) και να ακούσεις το ραπ, έχεις πέσει σε ανώμαλο ντισκ τζόκευ που μια νομίζει ότι είναι στο πατρινό καρναβάλι για πάντα και είμαστε τρελλοί εμείς οι πατρινοί, μια το χει δει τρέντουλας και ψαγμένος και βαράει τσικ μάγκικες διασκευές απο γνωστούς ύμνους περασμένης δεκαετίουας κλπ κλπ.. Και πάνω που έχεις πιεί το τέταρτον πετρέλαιο-τόνικ με φλύδα προπέρσινης λεμονόκουπας, τσαααααααααααακ σκάνε τα γαβγίσματα..
‘ Γάου γάου γάου αλλοπαρμένη μου τσιγκάνα
με μάτια τόσο πλάνα
που θα ρίχνουν και αγεροπλάνα,
μπορεί να σαι φακλάνα
μα εγώ για σένα έχω πλάνα,
στου Πολύδωρα τη γράνα,
που οργώνεις με τσουγκράνα
και με τη χαροκαμένη μάνα
γάου γάου γάου γάου
Μα εγώ σε αγαπώ
και θα πέσω στο γκρεμό
και βαθιά θα βυθιστώ
στης αγάπης το χαμό
και ψηλά σε αστερισμό
με το δάχτυλο κυρτό
θα σου γράψω το σκοπό
που θα λέει πως πονώ
σαν τα μάτια σου κοιτώ
γάου γάου γάου γάου‘....
Ε μετά από τέτοιονα οχετόνε ποιητικής έξαρσης και αβανταδόρικης καντάδας σε ανυποψίαστες ημιανήλικες κορασίδες που επιχειρούσαν οι εγχώριοι α-ηδοί (η ανορθογραφία είναι εντελώς τυχαία :P) εκ των ηχείων, δεν την πάλεψα και για πολλή ώρα παραπάνω. Βέβαια ομολογώ πως η παρέα είχε ένα κάποιο ενδιαφέρον μια και ξεκίνησα να βγώ με μία και κατέληξα με πέντε, αλλά όταν λέμε ενδιαφέρον μη νομίζουμε κιόλας τίποτα σημαντικό. Ενδιαφέρον του στύλ “στους τυφλούς ο μονόφθαλμος” κάτι αναβροχιές και χαλάζια και κάτι τέτοια. Ευτυχώς βασικά γιατί όπως θα παρετηρήσατε στο προηγούμενον θέμα, το μεσημέρι του Σαββάτου με είχαν πιάσει κάτι απαλεψιές και κάτι υπαρξιακές παλινδρομήσεις. Οπότε το βράδυ με ξύδια, σφηνάκια με άρωμα αντιβίωσης (τους είπα να πιούμε το γνωστό δυναμίτη Jack-κονιάκ-Καλούα αλλά τρόμαξε το μάτι τους), σκυλάδικα και δυό εικοσάχρονα ελαφρώς ενδεδυμένα να κουνιούνται στο τραπέζι (τα άλλα ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερα απο ..μεγάλα), ε μου φυγαν οι αναστολές και εβυθίστηκα στην παρακμή.
Βέβαια καλή η παρακμή και το σκυλάδικο αλλά είναι σαν ταινία του Αγγελόπουλου. Πρέπει να έχεις πιεί τα κέρατά σου για να αντέξεις, και πάλι μετά τους τίτλους της αρχής θες απεγνωσμένα να κόψεις το δεξί σου χέρι και να αρχίσεις να το μασουλάς.
Και επειδή με το δεξί μου χέρι –και με το αριστερό- είμαι συναισθηματικά δεμένος και πολύ μου αρέσει που το χω πάνω μου, μια και έχω και ωραία κιθαριστικά δάχτυλα –και νυχάκι με πένθος-, προτίμησα να βγώ από αυτό το άντρο τση ακολασίας και να πάω να χτυπήσω ένα βρώμικο.
Το κακό όμως με τις μικρές πόλεις είναι ότι δεν υπάρχει αξιοπρεπές βρώμικο συνήθως. Ειδικά στις 4 το πρωί. Αν δεν ήμουν σίγουρος οτι δε μπορούσα να οδηγήσω το αυτοκίνητο για παραπάνω από τα 500 μέτρα που ήθελα για να πάω σπίτι, θα είχα πάει Μαβίλη ή Μιχαλακοπούλου να τσακίσω ένα βραστό και ένα ψητό με μπόλικο ταμπάσκο.. Αλλά φευ! Μόλις μπήκα στο αυτοκίνητο και έβαλα κατευθείαν να παίζει το cd’ακι που είχα μέσα –για αποτοξίνωση- κατάλαβα ότι ούτε και οι Sabbath δε μπορούσαν να με ξυπνήσουν από το λήθαργο της αμόλυβδης που είχα πιεί στο “κλαμπ”. Οπότε τι να κάνω, κατέληξα σε “καθαρή” γνωστή αλυσίδα φατς φου (που έλεγε και η γιαγιούλα μου) με όνομα που παραπέμπει σε αψηλο βουνό. Το φαγα το “βρώμικο” αλλά.. απογοήτευση και πίκρα..
Τελικά, άμα δε φοβάσαι ότι μέσα στο σάντουιτς θα βρεις κανα δάχτυλο με καμια βέρα ή κανα αυτί, δεν καταλαβαίνεις νοστιμιά.. τελείωσε..